προσωδιακός

προσωδιακός
η , ό[ν] просодический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσωδιακός" в других словарях:

  • προσωδιακός — ή, ό / προσωδιακός, ή, όν, ΝΑ [προσῳδία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωδία 2. φρ. «προσωδιακά μέτρα» τα μέτρα που βασίζονται στην ποσότητα τών συλλαβών, σε αντιδιαστολή προς τα τονικά που βασίζονται στον τόνο τών συλλαβών αρχ …   Dictionary of Greek

  • προσωδιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωδία: Προσωδιακά ποιητικά μέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»